- διατρητικός
- -ή, -όαυτός που έχει την ιδιότητα να διατρυπά: Το διατρητικό εργαλείο ανοίγει τρύπες σε φύλλα χαρτιού, για να μπουν σε ντοσιέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διατρητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση 2. αυτός που μπορεί να διατρυπά. 3. φρ. «διατρητική μηχανή» μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ … Dictionary of Greek
τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… … Dictionary of Greek
τρυπανικός — ή, όν, Α [τρύπανον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια τού τρυπάνου, ο διατρητικός … Dictionary of Greek
τρυπανώδης — ῶδες, ΜΑ [τρύπανον] αυτός που διατρυπά, διατρητικός … Dictionary of Greek